γαλακτοσάκχαρο

γαλακτοσάκχαρο
το
το σάκχαρο που περιέχεται στο γάλα τού ανθρώπου και τών ζώων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γαλακτοσάκχαρο ή λακτόζη — Δισακχαρίτης του τύπου C12H22O11. Είναι το μόνο πρακτικά σάκχαρο που υπάρχει στο γάλα των ανθρώπων και των ζώων, και σχηματίζεται στον γαλακτικό αδένα από το σάκχαρο του αίματος, τη γλυκόζη (η μέση περιεκτικότητα σε γ. στο γάλα της γυναίκας είναι …   Dictionary of Greek

  • λακτόζη — Ενυδατωμένη μορφή του δισακχαρίτη σακχαρόζη που βρίσκεται στο γάλα των θηλαστικών. Η λ. λέγεται συνήθως γαλακτοσάκχαρο (βλ. λ.). * * * η (βιοχ.) αναγωγικός διολοζίτης που αποτελεί το κύριο γλυκίδιο τού γάλακτος τών θηλαστικών, αλλ. γαλακτοσάκχαρο …   Dictionary of Greek

  • γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… …   Dictionary of Greek

  • γιαούρτι — Τρόφιμο που παρασκευάζεται από το γάλα, με τη βοήθεια γαλακτοβακίλλων που διασπούν το γαλακτοσάκχαρο και έτσι προκαλούν την πήξη τους. Είναι πλούσιο σε θρεπτική αξία αλλά και σε βιταμίνες του συμπλέγματος Β που σχηματίζονται από τον μεταβολισμό… …   Dictionary of Greek

  • γαλακτόζη — Οργανική ένωση του τύπου C6H12O6, που ανήκει στις αλδοεξόζες. Διαφέρει από τη γλυκόζη κατά τη χωρική διάταξη των ομάδων γύρω από το τέταρτο άτομο του άνθρακα. Διακρίνεται σε D – και L – γ. και στο ανενεργό ισομοριακό τους μείγμα (ρακεμικό).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”